- αγριοπερίστερο
- τοπτηνό συγγενικό με τοπεριστέρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριοπερίστερο — Πτηνό της οικογένειας των περιστεριδών, της τάξης των περιστερομόρφων. Ζει στις παραμεσόγειες χώρες και στις χώρες της δυτικής Ασίας, έως την Ινδία. Τo σώμα του φτάνει σε μήκος τα 32 εκ. και το άνοιγμα των φτερών τα 20 25 εκ. Τα φτερά στο κάτω… … Dictionary of Greek
πελειάς — και πελιάς, επικ. τ. πεληϊάς, άδος, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. είδος πτηνού το οποίο ο Αριστοτέλης διακρίνει από το αγριοπερίστερο 3. το περιστέρι 4. (στην Ινδία) το πτηνό κροκόπους ο χλωρογάστωρ 5. στον πληθ. αἱ πελειάδες οι προφήτιδες ιέρειες … Dictionary of Greek
αγριοπιτσούνι — και αγριοπίτσουνο, το το αγριοπερίστερο* … Dictionary of Greek
πέλεια — και πελίη, ἡ, Α 1. το αγριοπερίστερο 2. στον πληθ. αἱ πέλειαι οι προφήτιδες ιέρειες τής Δωδώνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλεια έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο τ. *πελύς (πρβλ. λίγεια: λιγύς) και ανάγεται στην ίδια ρίζα *pel / *pol «γκρίζος, φαιός» με… … Dictionary of Greek
πέλειος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «πελείους Κῷοι καὶ Ἠπειρῶται τοὺς γέροντας καὶ τὰς πρεσβύτιδας» 2. πελιδνός, μαυροκίτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πέλειος έχει σχηματιστεί δευτερογενώς από το ουσ. πέλεια «αγριοπερίστερο». Η ερμηνεία που παραδίδει ο Ησύχ.… … Dictionary of Greek
πελειοθρέμμων — ον, Α αυτός που εκτρέφει αγριοπερίστερα. [ΕΤΥΜΟΛ. πέλεια «αγριοπερίστερο» + θρέμμων (< τρέφω, πρβλ. θρέμμα), πρβλ. γαλακτο θρέμμων] … Dictionary of Greek
πελειοτρόφος — ον, Α πελειοθρέμμων.* [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεια «αγριοπερίστερο» + τρόφος (< τρέφω)] … Dictionary of Greek
περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες … Dictionary of Greek